κηροτεχνης

κηροτεχνης
    κηροτέχνης
    κηρο-τέχνης
    -ου ὅ лепящий фигуры из воска, ваятель Anacr.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "κηροτεχνης" в других словарях:

  • κηροτέχνης — ο (ΑΜ κηροτέχνης) κηροπλάστης, τεχνίτης που κατεργάζεται το κερί …   Dictionary of Greek

  • κηροτέχνας — κηροτέχνᾱς , κηροτέχνης modeller in wax masc acc pl κηροτέχνᾱς , κηροτέχνης modeller in wax masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρός — ο (ΑΜ κηρός) το κερί τών μελισσών, λιπαρή, εύπλαστη και εύτηκτη ουσία που γίνεται σκληρή και εύθραυστη σε ψυχρό περιβάλλον, γνωστή κυρίως ως προϊόν τών μελισσών, από το οποίο αυτές κατασκευάζουν τις κηρήθρες τους («παῑς χερσὶ ταῑς ἑαυτοῡ κηρὸν… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»